Ας νηστεύη και το στόμα από λόγια αισχρά και από κακολογίας. Διότι ποίον το όφελος, εάν απέχωμεν μεν από ψάρια και κρέατα κατά τας νηστευσίμους ημέρας, δαγκάνω μεν δε και κατατρώγωμεν τους αδελφούς μας; Όποιος κατακρίνει και κακολογεί, αδελφικά κρέατα τρώγει, την σάρκα του πλησίον του δαγκάνει. Δια αυτό και ο Παύλος λέγει: Ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη ύπ' αλλήλων αναλωθήτε (Γαλ. Ε' 15). Θα είπης ότι δεν έχωσες τα δόντια σου εις την σάρκα του άλλου; Έχωσες όμως την μαχαιροειδή γλώσσαν σου εις την ψυχήν του και με την κατάκρισίν σου επλήγωσες την υπόληψιν του πλησίον σου! Τι εκέρδισες μ' αυτό; Έγινες εγκληματίας, άξιος δίκης και τιμωρίας!
Δια τους ζητούντας να δικαιολογήσουν τας κατακρίσεις των.
Και μη ζήτησης να δικαιολογηθής με το ότι: θα κατέκρινα, αν έλεγα ψεύματα. Εγώ όμως λέγω αληθινά, ώστε δεν κατακρίνω. Και εάν, αληθινά, κατακρίνης, και πάλιν εγκληματείς. Διότι και ο φαρισαίος ηλήθευεν, όταν κατέκρινε τον τελώνην, αλλά αυτό δεν τον ωφέλησε διόλου! Δια την κακολογίαν του έχασε και κάθε αξιομισθίαν του!
Ενδιαφέρεσαι πράγματι δια τον πλησίον σου; Λυπήσου τον ειλικρινώς, προσευχήσου υπέρ αυτού προς τον Θεόν, πήγαινε και εύρε τον κατ' ιδίαν και συμβούλευσέ τον και παρακάλεσε τον να φροντίση δια την διόρθωσίν του.
Ημάρτησεν ο αδελφός σου; Δείξε του αγάπην, πείσε τον ότι ομιλείς δια το αμάρτημα του από αδελφικόν ενδιαφέρον, όχι δια να τον θεατρίσης και δείξε του με κάθε τρόπον την προς αυτόν στοργήν σου, αν, αληθινά, επιθυμής να τον ιατρεύσης.
Τοιουτοτρόπως κάμνουν πολλές φορές και οι ιατροί. Χαϊδεύουν τους άρρωστους, όταν είναι δύστροποι, και τους πείθουν με τας παρακλήσεις των και τας στοργικάς προτροπάς των να δεχθούν το ευεργετικόν φάρμακον. Όμοια κάμε και συ. Αντί να κατακρίνης, δια να πληγώνης, πείσε τον αμαρτήσαντα να δείξη την πληγήν του προς τον θεραπευτήν ιερέα. Τοιουτοτρόπως κάμνει όποιος ενδιαφέρεται δια τον άλλον και προνοεί και φροντίζει δι' αυτόν.
Όταν κακολογούν άλλοι.
Δεν κακολογείς όμως εσύ. Είσαι αξιέπαινος, άλλ' αυτό μόνον δεν αρκεί· οφείλεις ακόμη, όταν, επί παρουσία σου, κακολογούν άλλοι, να φράσσης τας ακοάς σου και να μιμήσαι τον προφήτην, ο οποίος λέγει· τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον κατεδίωκον (Ψαλμ. Ρ' 5). Ημπορείς να είπης προς τον κακολόγον έχεις να επαινέσης και να εγκωμιάσης; Ανοίγω τα αυτιά μου, δια να δεχθώ τα μύρα· αν όμως θέλης να κακολογήσης, τα κλείω, δια να μη δεχθούν κόπρον και βόρβορον. Τι θα κερδίσω με το να μάθω ότι έκαμε πονηρά ο δείνα;
Ημπορείς, ακόμη, να του ειπής· ας φροντίσωμεν δια τα ιδικά μας, πως δηλαδή ν' αποφύγωμεν τας μεγάλας ευθύνας των ιδικών μας αμαρτημάτων, και ας χρησιμοποιώμεν τον καιρόν μας εις εξέτασιν της ιδικής μας ζωής. Διότι τι θα απολογηθώμεν και πως θα συγχωρηθώμεν, όταν τα μεν ιδικά μας αμαρτήματα ούτε λογαριάζωμεν διόλου, λεπτολογούμεν όμως τόσον δια τα ξένα; Όπως είναι αίσχρόν να παρακύπτη ο διαβάτης μέσα εις τα ξένα σπίτια και να κρυφοκοιτάζη, τοιουτοτρόπως, και όποιος περιεργάζεται τι κάμνει ο ένας και ό άλλος, φανερώνει ότι του λείπει η καλή ανατροφή.
Μετά την προδοσίαν η δήθεν προστασία.
Να είπωμεν και το γελοίον εκείνο; Πολλές φορές, ο κακολόγος, αφού εδυσφήμησε τον άλλον με παντοίας αποκαλύψεις και διαβολάς, εις το τέλος, παρακαλεί τους ακροατάς του και τους εξορκίζει να μη ειπούν τίποτε εις κανένα!
Ερωτώ τον έντιμον αυτόν σπερμολόγον αντί να παρακαλής να κρατηθούν μυστικαί αι κακολογίαι σου, δεν ήτο προτιμότερον να μη τας ειπής διόλου; Τι δε θέλεις τώρα ν' αποδείξεις; Ότι ενδιαφέρεσαι δια την υπόληψιν του θύματος σου; Υποκριτά! Τον επρόδωκες πρώτον και κατόπιν θέλεις τάχα να τον προστατεύσης!
Ήκουσες κακολογίαν; θάψε την.
Μερικοί ευρίσκουν ότι το κακολογείν είναι γλυκύ. Αληθινά, γλυκύ είναι το ν' αποφεύγωμεν κάθε κακολογίαν. Ο κακολόγος υποπτεύεται πάντοτε και φοβείται ότι, αν ήθελον γίνει γνωσταί αι κακολογίαι του, θ' ακούση και αυτός χειρότερα και θα εκτεθή, ίσως, και εις άλλους κινδύνους· ενώ, όποιος έχει εγκρατή γλώσσαν και κανένα δεν εκακολόγησε και εναντίον κανενός δεν εσπερμολόγησεν, ούτε τίποτε εψιθύρισεν, αυτός θα έχη την ευχαρίστησιν, την οποίαν θα του δίδη η συναίσθησις ότι και αξιοπρεπώς εφέρθη και κανείς δεν θα τον εκδικηθή, αφού δεν εκέντησε κανένα.
Δι' αυτό σε συμβουλεύει ο σοφός της Γραφής· ήκουσες λόγον; εν αποθανέτω σοι (Εκκλησ. ΙΘ' 10). Ήκουσες, λέγει, κακόν λόγον δια κανένα; Θάψε τον εντός σου. Οφείλεις μάλιστα και να φεύγης, όπου αρχίσουν να επικρίνουν και να κατακρίνουν και να κακολογούν! Αν όμως συνέβη να γίνη ποτέ κακολογία επί παρουσία σου, χώσε την εις τα κατάβαθα της ψυχής σου, σύμπνιξέ την, λησμόνησέ την, δια να μη γίνης όμοιος προς εκείνους, οι οποίοι μεταδίδουν τας σπερμολογίας και τας διαβολάς, και δια να μην εκτεθής εις τας ανησυχίας και τους κινδύνους, οι οποίοι, πολλές φορές, ευρίσκουν τους κακολόγους!
Δια την διόρθωσιν των καταλάλων.
Ας φιλοτιμηθώμεν δε και να γίνωμεν παιδαγωγοί των καταλάλων. Εάν ηθέλαμεν τους κάμει να αντιληφθούν ότι το καταλαλείν κινεί την αποστροφήν και ότι χάνουν εις την εκτίμησίν μας αυτοί και όχι εκείνοι, οι οποίοι καταλαλούνται, ποίος ηξεύρει αν δεν έλθουν εις συναίσθησιν και δεν παύσουν την πονηράν αυτήν συνήθειαν και γίνωμεν, τοιουτοτρόπως, σωτήρες των και ευεργέται των;
Άθλιαι συνέπειαι της κακολογίας.
Επαναλαμβάνω δε και πάλιν ότι, όπως ο καλός λόγος και ο έπαινος είναι αρχή φιλίας, τοιουτοτρόπως η κακολογία και η διαβολή φέρει έχθρας και μίση και γίνεται αιτία μυρίων κακών εις τας ανθρωπίνους κοινωνίας. Ότι προ πάντων μας κάμνει να αμελώμεν την ιδικήν μας διόρθωσιν, είναι αυτή η μανία του να πολυενασχολούμεθα με τα ξένα! Διότι αδύνατον είναι πολυπερίεργος και κακολόγος άνθρωπος να επιμεληθή ποτέ τον εαυτόν του. Απορροφημένος εξ ολοκλήρου από το να μανθάνη και να κρίνη τα των άλλων, θ' αφήση, κατ' ανάγκην, τα ιδικά του αφρόντιστα και αμελημένα. Και ερωτώ, όταν διαρκώς φροντίζης, δια να πληροφορήσαι και ομιλής δια τα ξένα σφάλματα και παραπατήματα, πότε θα φροντίζης δια τα ιδικά σου;
Δυστυχώς, πολλοί δεν προσέχουν διόλου εις το Ευαγγελικόν: Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε (Ματθ. Ζ' 1). Όχι μόνον κρίνουν, αλλά και γίνονται πικροί κριταί, ακόμη, και δια πράγματα, προς τα οποία ώφειλαν να είναι παραβλεπτικοί, αφού μάλιστα, αν επρόσεχαν εις τον εαυτόν των, θα εύρισκαν ότι αυτοί περιπίπτουν εις μεγαλύτερα σφάλματα!
Ύστερον από την τοιαύτην διαγωγήν σου, πως θα ζήτησης από τον Θεόν να μη σε κρίνη αυστηρά; Εάν θέλης επιεική κρίσιν δια τον εαυτόν σου, διατί, τότε, συ κρίνεις τόσον πικρά τον πλησίον σου και είσαι τόσο ανηλεής δια τον ιερέα και δεν εννοείς να παράβλεψης ουδέ τα ελάχιστα σφάλματα του; Θα κριθής, λοιπόν, με τα ίδια σου μέτρα και δεν θα δύνασαι να παραπονεθής ότι σου ζητούνται βαρείαι ευθύναι! Ο Χριστός σου το φωνάζει. Διατί δεν τον ακούεις; ω μέτρω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν (Ματθ. Ζ' 1).
Υποκριτής ο καταλαλών. Το ιδικόν του δοκάρι.
Άκουσε και το άλλο τούτο: Υποκριτά (Ματθ. Ζ' 5). Διατί η κραυγή αυτή του Ιησού εναντίον του καταλάλου; Διατί ο χαρακτηρισμός του ως υποκριτού; Διότι, όσον και αν προσπαθούμεν να παραστήσωμεν ότι κρίνομεν και κατακρίνομεν από ενδιαφέρον μας προς τον πταίστην ή από ενδιαφέρον μας προς την κοινωνίαν, η αλήθεια είναι διαφορετική. Υπό τα προσχήματα, τα οποία προβάλλομεν, κρύπτομεν χυδαία πάθη. Και δια τούτο τους καταλάλους υποκριτάς τους ωνόμασεν ο Χριστός.
Και ο έλεγχός του εξακολουθεί· Έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου. Πολύ σωστά. Αφού δεν ανέχεσαι εις τους άλλους ουδέ τα μικρά σφάλματα, αλλά τους κρίνεις, πολλές φορές, και δια τιποτένια πράγματα, διατί επιτρέπεις εις τον εαυτόν σου τα πολύ μεγαλύτερα και βαρύτερα; Αφού ενδιαφέρεσαι δια τους άλλους και δια αυτό τους κρίνεις, ως βεβαιώνεις, διατί δεν κατακρίνεις πρωτίστως τον εαυτόν σου; Αφού καταγίνεσαι με τα ξένα αμαρτήματα, τα οποία δεν δύνασαι να γνωρίζης επακριβώς, διατί παρατρέχεις τα ιδικά σου, τα οποία ημπορείς να γνωρίζης καλύτερα; Θέλεις να απαλλαγή ο αδελφός σου από το μικροσκοπικό ξυλαράκι, το οποίον έχει εις τον οφθαλμόν του; Διατί δεν ελευθερώνεις τον ιδικόν σου οφθαλμόν από το εντός του δοκάρι; Εφ όσον δεν κάμνεις κατ' αυτόν τον τρόπον, αυτοκαταγγέλλεσαι ότι κρίνεις τον αδελφόν σου όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι τον εχθρεύεσαι ή διότι αισθάνεσαι ηδονήν εις το να κακολογής και να εξευτελίζης τον πλησίον σου.
Με τι ομοιάζει οποίος καταλαλεί.
Ενόησέ το, λοιπόν, καλά. Εάν θα έπρεπε να κριθή όποιος αμαρτάνει, ο αρμόδιος να τον κρίνη δεν είσαι συ. Άλλ' ο Χριστός έκρινε. Ναι· εκείνος όμως ήτο αναμάρτητος και είχε το αξίωμα του Κριτού. Εκτός τούτου, ο Χριστός δεν έκαμνε σπερμολογίας και καταλαλιάς και δεν ενησχολείτο με τας υπολήψεις των ατόμων και ιδιωτών, άλλ' έκαμνε γενικούς ελέγχους προς κοινήν διδασκαλίαν και διόρθωσιν. Συ δε θέλεις να μάθης με ποίον ομοιάζεις;
Ομοιος είσαι με άρρωστον, ο οποίος, ενώ κατέχεται ο ίδιος από βαρεί αν υδρωπικίαν, αδιαφορεί δι' αυτήν και έχει να κάμη με τα μικρά κρυολογήματα των άλλων. Και, κατά την παρομοίωσιν αυτού του Ιησού, ενθυμίζεις εκείνον, ο οποίος βλέπει το λεπτότατον ξυλαράκι εις τον οφθαλμόν του άλλου και αναισθητεί προς το μεγάλο ξύλο, που τυφλώνει τον ιδικόν του οφθαλμόν.
Ήδη είναι κακόν το να μη βλέπη τις τα ιδικά του αμαρτήματα. Άλλ' είναι τρισχειρότερον, όταν και κρίνωμεν και κατακρίνωμεν τους άλλους, ενώ ημείς φέρομεν επάνω μας και περισσότερα και βαρύτερα παραπτώματα.
Άγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
(Εκ της Γ' ομιλίας του προς τον λαόν της Αντιοχείας και της ΚΓ' εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου