Το μεγαλύτερο πρόβλημα του δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και πολλών Ορθοδόξων, είναι ότι θρησκειοποίησαν τον Χριστιανισμό, μετέτρεψαν την Εκκλησία σε θρησκεία. Και έτσι καλλιεργούνται οι φονταμενταλισμοί, τα μίση και οι διαιρέσεις, η μαγική αντίληψη και σχέση με τον Θεό, η ανταγωνιστική διάθεση του ενός προς τον άλλο, η ατομοκρατική θεώρηση της ζωής, η χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική αντίληψη της κοινωνίας, η φανταστική ερμηνεία των πάντων, η συναισθηματική προσέγγιση του βίου και γενικά η άποψη ότι ο άλλος αποτελεί και είναι απειλή της δικής μας ύπαρξης. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις τα φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι συναισθηματικές μελωδίες, οι ηθικοπλαστικές αναλύσεις καλύπτουν εγκληματικά την υπαρξιακή γύμνια και καθιστούν τον άνθρωπο τραγικό όν.
Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού δεν μπορεί να περικλεισθή σε μερικές συναισθηματικές καταστάσεις, σε ένα εορταστικό διάκοσμο, σε μια εγκεφαλική ορθολογιστική ερμηνεία των γεγονότων, σε ένα ηθικιστικό πλαίσιο, αλλά έχει βαθύτατο υπαρξιακό νόημα και υπαρξιακή σημασία. Αν μείνη κανείς σε ένα εξωτερικό επίπεδο, τότε αφήνει τον εαυτό του πεινασμένο και διψασμένο, στερημένο από νόημα ζωής και υπαρξιακής ελευθερίας.
Η ενανθρώπηση του Χριστού θεωρήθηκε και εορτάσθηκε από τούς Πατέρες της Εκκλησίας και από την λατρευτική εκκλησιαστική κοινότητα ως κατάργηση της θρησκείας και μετατροπή της σε Εκκλησία. Μάλιστα, κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης έλεγε ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε για να μας ελευθερώση από την ασθένεια της θρησκείας.
Η λέξη θρησκεία αναφέρεται στα Ομηρικά έπη, χρησιμοποιείται και από τον Ηρόδοτο για να δηλώση την λατρεία και την τιμή που οφείλει να αποδίδη ο άνθρωπος στον Θεό. Ετυμολογικά η λέξη θρησκεία προέρχεται από το θρώσκω και σημαίνει αναβαίνω, και επομένως με τον όρο θρησκεία νοείται η ανάβαση του ανθρώπου προς τον Θεό. Αλλά και η λέξη άνθρωπος ετυμολογικά παράγεται από το άνω θρώσκω και σημαίνει ανάβαση.
Όμως, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως η ανάβαση προϋποθέτει την αποδοχή της ουσίας της μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία η ψυχή του ανθρώπου που περιέπεσε από τον αθάνατο και απρόσωπο κόσμο των ιδεών και περικλείσθηκε στο σώμα, πρέπει να απαλλαγή από το σώμα-σήμα-τάφο και να επιστρέψη στον κόσμο των ιδεών. Αλλά και η λατινική λέξη religio, η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώση την λέξη θρησκεία, σημαίνει, κατά τα λεξικά, δεσμό-ενότητα-ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, δηλώνει το ίδιο γεγονός, δηλαδή την ουσία και το περιεχόμενο της μεταφυσικής. Μάλιστα δε προϋποθέτει, αν το δούμε μέσα στις ανατολικές θρησκείες, και μια απρόσωπη έκφραση του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πρέπει να χαθή ως σταγόνα μέσα στον ωκεανό του Ανωτάτου Όντος, οπότε χάνεται το πρόσωπο.
Όπως δίδασκε ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, με τον όρο θρησκεία νοείται η ταύτιση του ακτίστου με το κτιστό, και μάλιστα η ταύτιση των παραστάσεων του ακτίστου με τα νοήματα και ρήματα της ανθρώπινης σκέψης και, βέβαια, αυτή η ταύτιση είναι το θεμέλιο της θρησκείας και της λατρείας των ειδώλων. Οπότε, στην περίπτωση αυτή χάνεται το πρόσωπο του Θεού, αλλά και το πρόσωπο του ανθρώπου, αρρωσταίνει βαθειά ο άνθρωπος, αφού καλλιεργούνται τα πάθη και η φαντασία και ακόμη περισσότερο μπορούμε να πούμε ότι τα λεγόμενα αδιάβλητα-φυσικά πάθη (η πείνα, η δίψα κλπ.) γίνονται διαβλητά πάθη, αιτία κοινωνικών ανωμαλιών με την άκρατη φιλοδοξία, την άδικη φιλοκτημοσύνη και την αχαλίνωτη φιληδονία.
Είναι γνωστόν ότι ο Φόϋερμπαχ κατ’ αρχάς και ύστερα ο Μάρξ είπαν ότι η «θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Μπορούμε να δεχθούμε αυτήν την άποψη, ότι η θρησκεία, όπως την συναντούμε στην Ανατολή και στην θρησκειοποιημένη θεώρηση του δυτικού Χριστιανισμού, είναι το όπιο του λαού, αφού αδρανοποιεί τον λαό, νεκρώνει τις κοινωνίες και τις οδηγεί σε τέτοιο βαθμό απενεργοποίησης, ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμο υλικό για εγκαθίδρυση μιας τυραννίας που στερεί τον άνθρωπο από το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα θρησκευτικών εκδηλώσεων.
Το ένα προέρχεται από την βουδιστική θρησκεία. Είναι γνωστόν ότι κατά τον βουδισμό εκείνο που απασχολεί τον άνθρωπο είναι το πρόβλημα της οδύνης που προέρχεται από τον πόθο της ζωής. Οπότε, ο ύψιστος σκοπός του «πεφωτισμένου» είναι να απαλλαγή από τον πόθο αυτό της ζωής. Η νέκρωση της επιθυμίας της ζωής γίνεται με ειδική μέθοδο που λέγεται γιόγκα, με τούς διαφόρους τύπους της, ήτοι Χάτα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με σωματικές ασκήσεις), Κάρμα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με έργα και λειτουργικές πράξεις), Μάντρα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με ψαλμωδίες και μαγικές συλλαβές), Βάκτι Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με την ολοκληρωτική λατρεία μιας θεότητος ή του ιδίου του Γκουρού), Γκνάνα Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με μυστικιστική γνώση), Κουνταλίνι Γιόγκα (ένωση με το Βράχμαν με δαιμονικές ενέργειες), Τάντρα Γιόγκα (ένωση με Βράχμαν με αχαλίνωτες σεξουαλικές πράξεις). Με τις μεθόδους αυτές πρέπει ο άνθρωπος να φθάση στο απόλυτο νιρβάνα, που είναι η σβέση της ύπαρξης και η απαλλαγή του πόθου για την ζωή, και απώτερο σκοπό να αποφύγη την σαμσάρα, ήτοι την ανακύκληση της ζωής, την μετενσάρκωση. Έτσι το ατομικό Άτμαν ενώνεται με το καθολικό Βράχμαν, όπως η σταγόνα εισέρχεται μέσα στον ωκεανό.
Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια θρησκευτική ζωή δεν υπάρχει πρόσωπο, ο άνθρωπος θεωρείται απλώς άτομο, καθώς επίσης δεν υπάρχει κοινωνία, δεν αναπτύσσεται κοινωνική ζωή, αφού η κάθε ζωή θεωρείται απαρχή μιας οδύνης.
Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από τις θεωρίες του Ανσέλμου Καντερβουρίας, ενός σχολαστικού θεολόγου, ο οποίος θεμελιώνει ένα χριστιανικό σύστημα, που επεκράτησε στην Δύση, έχοντας υπ’ όψη του το φεουδαλιστικό σύστημα διοργάνωσης της κοινωνίας. Όπως ο φεουδάρχης έχει την απόλυτη αξία και τιμή και κανείς δεν μπορεί να την προσβάλη, διότι κάθε προσβολή της τιμής του και κάθε διασάλευση του φεουδαλιστικού συστήματος, που θεωρείται έργο του Θεού, συνεπάγεται την τιμωρία του παραβάτη, έτσι και ο Θεός είναι η υψίστη δικαιοσύνη, έχει τιμή, και έχει θεσπίσει την τάξη μέσα στην δημιουργία, οπότε ο παραβάτης πρέπει ή να ικανοποιήση την δικαιοσύνη του Θεού, ή να τιμωρηθή. Έτσι ο Άνσελμος ερμήνευσε την σταυρική θυσία του Χριστού όχι ως έκφραση αγάπης για τον άνθρωπο, αλλά ως εξιλέωση της δικαιοσύνης του Θεού Πατέρα. Αυτό το σύστημα και με την συνδρομή του απολύτου προορισμού δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον δυτικό χώρο, προβλήματα προσωπικά και κοινωνικά, όπως ανέλυσε ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του «η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού».
Τα δύο αυτά παραδείγματα, ένα από τον ανατολικό και το άλλο από τον δυτικό χώρο μας δείχνουν πώς έφθασε ο Φόϋερμπαχ στην ρήση ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Και βέβαια και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αν στην θρησκεία δώσουμε αυτόν τον ορισμό, τον μεταφυσικό, τότε μπορεί να είναι το όπιο του λαού, γιατί καταστρέφει κάθε προσωπική ζωή, αφανίζει την προσωπική ελευθερία, ακόμη δε διασπά και αυτήν την κοινωνική ζωή, τον άνθρωπο από πρόσωπο τον κάνει άτομο.
Ο Χριστιανισμός όμως παρουσιάσθηκε στην ιστορία της ανθρωπότητος ως το τέλος της θρησκείας και ως η βίωση της Εκκλησίας. Ο όρος Εκκλησία είναι αρχαιοελληνικός και δείχνει μια κοινότητα, την σύναξη του λαού –του Δήμου– για να λύση τα προβλήματά του. Φυσικά, με τον όρο Εκκλησία δεν εννοούμε κάτι εξωτερικό, αλλά δηλώνουμε την προσωπική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και τους συνανθρώπους του, όπως το βλέπουμε στους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, στους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης, στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου «πάντες οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχεν...» (Πράξ. β' 44-45), την συναντούμε στα κοινόβια των μοναχών, στην ζωή και την διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και φθάνει μέχρι τις ημέρες μας, όπως το βλέπουμε στις εκκλησιαστικές κοινότητες του Παπαδιαμάντη και στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Και γνωρίζουμε καλά, από διάφορες μελέτες, ότι ο Παπαδιαμάντης και ο Μακρυγιάννης δεν ήταν θρησκευτικοί άνθρωποι, αλλά εκκλησιαστικοί, δεν διαπνέονταν από τον δυτικό πουριτανισμό, αλλά από την ησυχαστική-νηπτική Ορθόδοξη παράδοση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του δυτικού Χριστιανισμού, αλλά και πολλών Ορθοδόξων, είναι ότι, όπως λέγει και ο Χρήστος Γιανναράς, θρησκειοποίησαν τον Χριστιανισμό, μετέτρεψαν την Εκκλησία σε θρησκεία. Και έτσι καλλιεργούνται οι φονταμενταλισμοί, τα μίση και οι διαιρέσεις, η μαγική αντίληψη και σχέση με τον Θεό, η ανταγωνιστική διάθεση του ενός προς τον άλλο, η ατομοκρατική θεώρηση της ζωής, η χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική αντίληψη της κοινωνίας, η φανταστική ερμηνεία των πάντων, η συναισθηματική προσέγγιση του βίου και γενικά η άποψη ότι ο άλλος αποτελεί και είναι απειλή της δικής μας ύπαρξης. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις τα φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι συναισθηματικές μελωδίες, οι ηθικοπλαστικές αναλύσεις καλύπτουν εγκληματικά την υπαρξιακή γύμνια και καθιστούν τον άνθρωπο τραγικό όν.
Αν οι σύγχρονοι προβληματισμένοι άνθρωποι μπορούν να αναζητήσουν ένα νόημα στην εορτή της Γεννήσεως του Χριστού είναι ότι ο Χριστός με την Γέννησή του κατήργησε την αρρώστια της θρησκείας και την μετέβαλε σε ζωντανή Εκκλησία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αυθεντική του έκφραση. Αυτό έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος που υποφέρει από την τραγική τριάδα, όπως θα έλεγε ο Βίκτωρ Φράνκλ, ήτοι τον πόνο, τις ενοχές και τον θάνατο, που αισθάνεται την ζωή του ως μια προθανάτεια εμπειρία, ενός υπαρξιακού και αιωνίου θανάτου και αναζητά όχι απλώς την βίωση της ηδονής, αλλά ίσως και μέσα από αυτήν, την επιβίωση της ύπαρξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου