Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.
Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α' 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ' 1).
Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι' αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ' 28).
Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α' 43).
Αν η παρθένος Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αν δηλαδή δεν ενώθηκε στα σπλάχνα της ο Θεός με τον άνθρωπο, δεν συντελέσθηκε η σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί «το απρόσληπτov και αθεράπευτον». Αν ο άνθρωπος δεν προσλήφθηκε ολοκληρωτικά από τη θεία φύση τού Xριστoύ, αν δεν ενώθηκε με τον Θεό «ασυγχύτως και ατρέπτως» στο ένα πρόσωπο τού Xριστoύ, τότε ο Xριστός δεν έσωσε τον άνθρωπο.
Γι' αυτό τον λόγο η Εκκλησία επιμένει στον όρο Θεοτόκος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται ακόμη την Μαρία ως αειπάρθενο. Στο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται: «Διότι και εγώ εστάθην υιός τού πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. δ' 3). Βέβαια εδώ δεν αναφέρεται ο Σολομών στον εαυτό του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν μονογενής (Β' Σαμ./Β' Βασιλ. ια' 27. ιβ' 24).
Ο προφήτης Ησαΐας την ονομάζει «η παρθένος» (Ήσ. ι' 14. Ματθ. α' 23) και ο Ιεζεκιήλ «πύλη», πού ήταν και έμεινε κλειστή: «ουκ άνοιχθήσεται, και ούδείς μη διέλθει δι' αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ' 1-3). Αυτό πού χρησιμοποιεί ο Xριστός το θέλει σε απoκλειστική του χρήση (πρβλ Μαρκ, ια' 2. Ιω. ιθ' 41).
Ο δίκαιος Ιωσήφ δόθηκε στην παρθένο Μαρία με σκοπό να την πρoστατεύει για να είναι «ανήρ αυτής» κατά νόμο και εκείνη να είναι «γυναίκα» του σύμφωνα με τον νόμο (Ματθ. α' 19-20), όπως ακριβώς ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με τον νόμο και «πατήρ» τού Ιησού (Λουκ. β' 27.41. 48-49. Ιω. στ' 42). Όχι όμως φυσικός πατέρας (Ματθ. α' 18-20). Άλλωστε η παρθένος αναφέρεται ως «μνηστή» τού Ιωσήφ (Ματθ. α' 18. Λουκ. α' 27. β' 5). Mάλιστα μετά τη γέννηση τού Xριστoύ ο Ιωσήφ δεν ονομάζεται πλέον «άνδρας» της Μαρίας (Ματθ. β' 11-14. 19-21).
Όσοι αρνούνται την αειπαρθενία της Θεοτόκου επικαλούνται μερικά εδάφια της αγίας Γραφής, τα οποία όμως παρερμηνεύουν, δεν τα κατανοούν όπως τα ερμήνευσε η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15).
Το «δεν εγνώριζεν αυτήν, εωσού εγέννησε τον υιόν αυτής» (Ματθ. α' 25) αναφέρεται σε ότι συνέβη πριν από τη γέννηση. Η αγία Γραφή θέλει εδώ να κατοχυρώσει την γέννηση τού Xριστoύ δια Πνεύματος Αγίου, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για το τι επακολούθησε μετά (πρβλ Ματθ. κη' 20. Α' Τιμ. δ' 13).
Ο όρος «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πώς ακολούθησαν και άλλα τέκνα. Σημαίνει το πρώτο παιδί, πού «διανοίγει» την μήτρα της μητέρας του, άσχετα αν ακολουθούν άλλα παιδιά ή όχι (Έξοδ. ιγ' 2. Άριθ. η' 16. ιη' 15. Α' Βασιλ. στ' 7. 10. 14 κατά τούς 0'). Ακόμη η λέξη «Πρωτότοκος» σημαίνει και Ύψιστoς (Ψαλμ. πη' 28λπθ' 27).