Ένα βράδυ κάποιος είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε ότι περπατούσε μαζί με τον Κύριο στην αμμουδιά. Πάνω στον ουρανό αναβόσβηναν σκηνές από τη ζωή του και σε κάθε σκηνή που περνούσε αυτός παρατηρούσε δύο ζευγάρια χνάρια πάνω στην άμμο: ένα ήταν δικό του και το άλλο του Θεού. Όταν πέρασε μπροστά του και η τελευταία σκηνή της ζωής του, κοίταξε πίσω του τα χνάρια πάνω στην άμμο. Και τότε πρόσεξε, ότι πολλές φορές στην πορεία της ζωής του υπήρχε μόνο μία σειρά από χνάρια. Και το πιο σπουδαίο ήταν, ότι αυτό γινόταν τις χειρότερες και πιο θλιβερές στιγμές της ζωής του. Αυτό ήταν που τον παραξένεψε πραγματικά και ρώτησε το Θεό.
-Κύριε, μου είπες ότι έτσι και αποφάσιζα να σε ακολουθήσω, θα περπατούσες μαζί μου σε όλη την πορεία. Πρόσεξα όμως, ότι όποτε περνούσα τις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου υπήρχε μόνο μία σειρά από χνάρια. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί με εγκατέλειπες τις ώρες που σε χρειαζόμουν πιο πολύ.
Κι ο Θεός απάντησε:
- Ακριβό παιδί μου, σε αγαπώ και ποτέ μου δε θα σε εγκατέλειπα. Τις ώρες των βασάνων και των πόνων σου, όπου βλέπεις μόνο μία σειρά από χνάρια, ήταν γιατί τότε ακριβώς σε κρατούσα στην αγκαλιά μου.