Ο γέροντας Ιωσήφ αν και ήταν άμοιρος στην κατά κόσμον παιδεία διότι μόλις είχε βγάλει την Δευτέρα Δημοτικού, αγαπούσε όμως υπερβολικά την μελέτη και την ανάγνωση ιδίως της Αγίας Γραφής και των Πατερικών κειμένων, συνιστούσε να έχουμε πάντοτε μαζί μας ένα μικρό Ευαγγέλιο και όταν βρίσκουμε ευκαιρία να διαβάζουμε μια μικρή περικοπή. Το Ευαγγέλιο με τη μελέτη του, έλεγε, σου χαρίζει φως και σου δίνει δύναμη για να τηρείς τις εντολές. Αλλά και το πιο σπουδαίο. Σου αναπληρώνει την αγάπη και πυρπολεί την καρδιά σου στο να θέλεις να μιμηθείς τον Χριστό. Επίσης είχε απόλυτη την πίστη, ότι με την καλλιέργεια της νοεράς προσευχής ο αγωνιζόμενος μοναχός λαμβάνει και το χάρισμα της διακρίσεως λογισμών και πνευμάτων. Για την διάκριση ομιλούσε πάντοτε με θαυμασμό και την χαρακτήριζε ως το πλέον άριστον μέσον βοηθείας στη συνεχή μάχη των αοράτων πολέμων, για κάθε μοναχό και ασκητή, και ιδιαιτέρως η διάκρισις να είναι το θεόθεν χάρισμα, στους πνευματικούς εξομολόγους, και μέσα στο Άγιον Όρος αλλά και μέσα στον κόσμο. Η διάκρισις έλεγε είναι απαραίτητη ακόμα και στις αρετές για τον τρόπον και τον χρόνον που πρέπει να καλλιεργούνται. Είναι το αλάτι όλων των αρετών. Όπως γνωρίζει κανείς το επάγγελμά του και την τέχνη του, ανάλογη λοιπόν και ήταν η δική του βιωματική εμπειρία στην νοερά προσευχή. Επαναλαμβάνω επί οκτώ ώρες κάθε βράδυ ευχή. Και δεν επέτρεπε το μυαλό του, το νου του, να βγει από την καρδιά του, και δεν επέτρεπε να δεχθεί ούτε έναν λογισμό. Ξύλο αλύπητο, μέχρι που πέτυχε αυτό που ήθελε, τη θέωση. Η ένωσις του νου με την καρδιά είναι όχι μόνον προσφιλής αλλά επιθυμητή κατάστασις σ’ αυτούς που ασκούνται στην νοερά ησυχία και προσευχή. Όταν ο νους ενωθεί με την καρδιά, αμέσως διώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι που κυριεύει και βασανίζει την ψυχή μας και το νου μας. Όλος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά αλλοιώνεται από την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος. Ο νους καθαρίζεται και γίνεται όλο φως. Οι αισθήσεις αποκτούν απόλυτη ειρήνη και η ψυχή πλημμυρίζει από ανεκλάλητη χαρά. Η κεχαριτωμένη του συμβουλή προς όλους, μοναχούς και λαϊκούς, ήταν η εξής: «Όποιος θέλει ας δοκιμάσει, να δοκιμάσει να λέγει την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" έστω και προφορικά. Και όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, τότε μέσα σου θα ζήσεις τον Παράδεισο. Θα ελευθερωθείς από τα πάθη, θα γίνεις άλλος άνθρωπος, έστω και αν ακόμα είσαι χριστιανός και αγωνίζεσαι μέσα στον κόσμο». Ανάλογα λοιπόν με τον κόπο και την καθαρότητα του χριστιανού που θα έχει, και την ταπείνωση που θα καλλιεργεί, θα γευθεί πολύτιμους καρπούς από την κατά δύναμιν νοεράν καρδιακήν προσευχήν. Η δοκιμή όμως θα γίνει με τις οδηγίες ενός οδηγού, απλανούς και καθαρού.
Αν πάλι αυτός ο εργάτης της καρδιακής προσευχής ζει στην έρημο ως αναχωρητής, ω, τότε, δεν περιγράφονται τα ουράνια χαρίσματα της ευχής. Συνιστούσε την νοερά καρδιακή προσευχή στην αρχή προφορικά, ύστερα εσωτερικά με τον ενδιάθετο λόγο, με το νου να προσέχει την ευχή χωρίς να μετεωρείται. Χωρίς να φαντάζεται τίποτα. Χωρίς να ενοχλείται από καμιά σκέψη. Μέχρις ότου ο νους, από την πολλή αγάπη, σαν άλλο χταπόδι, αρπάξει με τα πλοκάμια του, την ευχή, την εγκλωβίσει μέσα στο είναι του, και στην συνέχεια πυρπολούμενος από θεϊκό έρωτα κατεβάσει την ευχή στην καρδιά. Και τότε η καρδιά εν Αγίω Πνεύματι, λέγει αυτή την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με" από μόνη της. Η καρδιά ομιλεί και τότε μας παρηγορεί, μας μεταμορφώνει, μας εξαγιάζει, μας χαρίζει πλούσια τα θεϊκά δώρα της, και τους θεϊκούς καρπούς της, και με στεναγμούς αλαλήτους κράζει «Αββά ο Πατήρ, είσαι ο Πατέρας μου, ο Θεός μου, ο Σωτήρας μου». Αυτό το τελειότατο στάδιο της θεώσεως που έχει και την θεοπτία του ακτίστου φωτός, κατ’ αρχάς μέσα στον άνθρωπο και ύστερα προς τα έξω, είναι μια παρηγοριά για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που ζούμε μέσα στον κόσμο και παλεύουμε τόσο πολύ με τα πάθη μας.
Πρώτον διότι είναι κατορθωτή αυτή η καρδιακή προσευχή, και
δεύτερον διότι με τις οσιακές ευχές τους οι άγιοι αυτοί στηρίζουν και μας αλλά και ολόκληρη την οικουμένην και τέλος δοξάζουν και τον Πανάγιον Θεόν. Στήριζε πολύ την ελπίδα του εις την Παναγία, και όταν για λίγο του ήρχετο μια μικρή έτσι όπως πήγαινε να τον πλησιάσει ας το πούμε έτσι, απελπισία ή απόγνωση, εκείνη εμφανιζόταν και του τόνιζε «Δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε μένα; Γιατί αποθαρρύνεσαι; Γιατί χάνεις το θάρρος σου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.